κατάβραχος

κατάβραχος
κατάβραχος, -ον (Μ)
(για τόπους) γεμάτος βράχια, βραχώδης.
επίρρ...
κατάβραχα
πάνω στα βράχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -βραχος (< βράχος), πρβλ. ανεμό-βραχος, ξερόβραχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”